- Πενθῇ
- Πενθῆι , Πενθεύςmasc dat sg (epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πενθῇ — πενθέω bewail pres subj mp 2nd sg πενθέω bewail pres ind mp 2nd sg πενθέω bewail pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πένθη — πένθος grief neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) πένθος grief neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) πενθέω bewail pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) πενθέω bewail imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πενθῆι — πενθῇ , πενθέω bewail pres subj mp 2nd sg πενθῇ , πενθέω bewail pres ind mp 2nd sg πενθῇ , πενθέω bewail pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ετοιμοπενθής — ἑτοιμοπενθής, ές (Μ) ο ευαίσθητος στα πένθη, στις λύπες. [ΕΤΥΜΟΛ. < έτοιμος + πενθής (< πένθος), πρβλ. βαρυ πενθής] … Dictionary of Greek
ιάλεμος — ἰάλεμος, ιων. τ. ἰήλεμος, ὁ (Α) 1. πένθιμο ή παραπονετικό τραγούδι, μορφή μοιρολογιού που τραγουδιόταν στα πένθη 2. ως επίθ. α) μελαγχολικός («ἰαλέμων γόων ἀοιδός», Ευρ. β) ψυχρός και αντικοινωνικός) 3. (ως επιθ. και ως ουσ.) ανόητος, ηλίθιος… … Dictionary of Greek
κήδος — κῆδος, εος, τὸ (ΑΜ Α δωρ. τ. κᾱδος) κηδεστία, συγγένεια λόγω γάμου («βασιλέως ἄρρενε παῑδε σφίσιν ἔπεσθον τὰ κήδη τιμῶντες», Θ. Μετοχ.) αρχ. 1. φροντίδα, ενδιαφέρον για κάποιον ή για κάτι («τῶν δ ἄλλων οὐ κῆδος», Ομ. Οδ.) 2. θλίψη, ανησυχία,… … Dictionary of Greek
παρηγορητής — ο, θηλ. παρηγορήτρια και παρηγορήτρα και παρηγορήτισσα 1. αυτός που παρηγορεί κάποιον, ιδίως σε περίπτωση πένθους («από την έρημη αναφωνήτρα πού ναι στους δύστυχους παρηγορήτρα», Σολωμ.) 2. το θηλ. Παρηγορήτρια ή Παρηγορήτρα προσωνυμία τής… … Dictionary of Greek
πικρόχαρος — η, ο, Ν (ως προσωνυμία τού Χάρου) αυτός που φέρνει πίκρες, που φέρνει πένθη … Dictionary of Greek
Αψβούργοι — (Habsburg). Ευρωπαϊκή δυναστεία αλσατικής καταγωγής. Το όνομά της προέρχεται από το φρούριο Άμπζιχτσμπουργκ (Habsichtsburg), που έχτισε στις αρχές του 11ου αι. ο Βέρνερ, επίσκοπος του Στρασβούργου, στον ποταμό Άαρ, στα περίχωρα της Ζυρίχης. Οι Α … Dictionary of Greek
Ζιροντού, Ζαν — (Jean Giraudoux, Μπελάκ, Oτ Βιεν 1882 – Παρίσι 1944). Γάλλος λογοτέχνης και θεατρικός συγγραφέας. Μετά την αποφοίτησή του από το γυμνάσιο και την εγγραφή του στο École Normal Supérieure, πραγματοποίησε πολλά ταξίδια στην Ευρώπη και στην Αμερική,… … Dictionary of Greek